-
1 досуг
досуг м η σχόλη, η σκόλη, η ανάπαυση в часы \досуга σε ώρα σχόλης на \досуге σε καιρό ανάπαυσης* * *мη σχόλη, η σκόλη, η ανάπαυσηв часы́ досу́га — σε ώρα σχόλης
на досу́ге — σε καιρό ανάπαυσης
-
2 досуг
досугм ἡ σχόλη, ἡ ἀνάπαυση, ἡ ἀπραξία:в часы \досуга σέ ὠρα σχόλης' на \досуге σέ καιρό ἀνάπαυσης. -
3 час
-а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.η ώρα•четверть -а το τέταρτο της ώρας•
час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•
ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•
который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•
встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•
после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•
ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•
учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•
поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•
получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•
час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•
-ы отдыха ώρες ανάπαυσης•
обеденный час ώρα φαγητού.
|| χρόνος•час мщения ώρα εκδίκησης•
настал час ήρθε η ώρα.
|| η σκοπιά, η φρουρά•стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•
поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.
|| (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.εκφρ.в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•час в час – ακριβώς στην ώρα•час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•сей же – βλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•тот же час – βλ. тотчас.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek